Στησαγόρας — Στησαγόρᾱς , Στησαγόρης masc acc pl Στησαγόρᾱς , Στησαγόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СТЕСАГОР — • Stesagŏras, Στησαγόρας, родственник Мильтиада Старшего, управлял после его смерти Херсонесом и был убит в 515 г. Hdt. 6, 38 … Реальный словарь классических древностей
Δόλογκοι — Αρχαίος θρακικός λαός που ζούσε στη Θρακική χερσόνησο, η οποία γι’ αυτό τον λόγο ονομαζόταν και Δολογκιάς. Οι Δ. θεωρούνταν αυτόχθονες της περιοχής, ενώ σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν απόγονοι του Δολόγκου, γιου του Κρόνου και της νύμφης Θράκης. Με … Dictionary of Greek